«Που
αλλού, αν όχι στην τηλεόραση, θα πει και ο κ. Παναγιωτόπουλος με τη σειρά του ότι
ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας, τόσο βαριά που να έλκει σαν ετερώνυμό
της, ό,τι ελαφρύτερο της πολιτικής;»
Το σκάνδαλο του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης συνεχίζει να ζέει, καθώς το Μουσείο, το Υπουργείο Πολιτισμού, ο υφυπουργός κ. Τζαβάρας, τα εμπλεκόμενα στελέχη του ΥπΠο και η εταιρεία Ορφεύς Βεϊνόγλου αρνούνται πεισματικά να δώσουν εξηγήσεις για τις πράξεις και αποφάσεις τους. Κάτι που ίσως θα έπρεπε να ήταν αναμενόμενο, δεδομένης της διαπλοκής που αρχίζει να αποκαλύπτεται μεταξύ των.
Θέλετε παράδειγμα; Ένα από τα βασικά ερωτήματα στα οποία ο νυν (ελέω υπουργικού φιρμανίου) διευθυντής του ΜΦΘ, Ε. Ιωακειμίδης, δεν έχει απαντήσει, είναι το γιατί επέλεξε να αποθηκεύσει τις συλλογές του μουσείου στις αποθήκες του Βεϊνόγλου, τη στιγμή που μπορούσε να χρησιμοποιήσει της αποθήκες του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Όλως συμπτωματικά, σύμφωνα με την έκθεση της Εξελεγκτικής Επιτροπής που ελέγχει κάθε χρόνο τα οικονομικά του ΜΦΘ, κατά το διάστημα 2006-2008 «ο πιστωτής Βεϊνόγλου εμφανίζει ετήσια κίνηση ύψους 107.790,82 ευρώ για το 2008 και 57.855,65 ευρώ για το 2007, τα οποία ξεπερνούν το όριο των 45.000 ευρώ που θέτει ο κανονισμός προμηθειών και απαιτείται ανοιχτός πρόχειρος διαγωνισμός». Να μιλήσουμε για γάτες και για κεραμίδια;
Την διαφωτιστική αυτή πληροφορία άντλησα από το εξαιρετικό ρεπορτάζ του δημοσιογράφου Γιάννη Παπαδημητρίου που δημοσιεύθηκε σήμερα στον διαδικτυακό τόπο protagon.gr. Είναι άκρως ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι μοναδικές σοβαρές, σε βάθος και κατόπιν εμπεριστατωμένης έρευνας αναφορές στην υπόθεση είναι αμφότερες διαδικτυακές δημοσιεύσεις: εκτός από τον Παπαδημητρίου, αξιόλογη παρουσίαση έκανε και η Μαρίνα Κοντού στο ελculture.gr τον περασμένο Απρίλιο. Ο λόγος είναι απλός: είναι γνωστό ότι οι υψηλά ιστάμενοι προστάτες των κκ. Ιωακειμίδη και Πηλείδη έχουν κατ’ επανάληψιν επέμβει για να αποτρέψουν δημοσιεύσεις που θα μπορούσαν να θίξουν τα κακώς κείμενα σε εφημερίδες των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης.
Παρά τις λυσσαλέες προσπάθειες των πρωταγωνιστών, όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερα στοιχεία αποκαλύπτονται, και διαγράφεται πλέον ξεκάθαρα η προοπτική ολόκληρος ο φάκελος να καταλήξει στον εισαγγελέα. Γιατί θα πρέπει κανείς τελικά να αναρωτηθεί: γιατί τόση σπουδή, από τόσες πλευρές, για να διατηρηθεί στη θέση του ένα άτομο χωρίς ιδιαίτερα επιστημονικά προσόντα, με τουλάχιστον διφορούμενο παρελθόν και που συγκεντρώνει στο πρόσωπό του την απαξίωση του μεγαλύτερου μέρους του φωτογραφικού κόσμου; Μήπως επειδή η πτώση του θα παρέσυρε με τη σειρά της και άλλους, που το ενδιαφέρον τους δεν υπήρξε καθόλου, μα καθόλου φωτογραφικό;
Being as a rule resistant to the charms of kitsch, I never really warmed to the photographs of scantily-clad cabaret dancers prancing about the Acropolis which were shot in the late 1920s by Elly Seraidari (a.k.a. Nelly or, more irritatingly, Nelly’s). At the time, they provoked considerable admiration and, what was probably even more valuable as a career-booster, generated much outraged spluttering and frothing at the mouth.
Distinctly more interesting is this homage, or perhaps more accurately this détournement, which my colleagues Penelope Petsini and Nikos Panayotopoulos recently discovered in the form of a poster in the neighbourhood of the new Acropolis Museum in Athens. Ostensibly an advertisement urging visitors to “discover the greek goddess inside you” and promising “a unique photographic experience, the best souvenir from the land of light and culture”, it is in fact a brilliant deconstruction, in image and text, of the rhetoric of Seraidari’s original.