Lizzie Calligas, Metoikesis, 2010
“The statues are in the museum.
Goodnight”.
George Seferis, Thrush
The figures in Lizzie Calligas’ photographs are severe, almost hieratic. The once perhaps familiar statues from the old Acropolis museum, wrapped now from head to foot in white linen cloth and on the verge of moving to their new home, seem suddenly and strangely remote. Shrouding has changed not just the statues’ appearance, but their very nature. The anthropomorphic depiction of ancient Greek gods went well beyond a generalised human aspect; significantly, sculptors did not aim at an expressionless or inscrutable appearance, like that of the Egyptian divinities, but gave their statues realistic expressions which are still recognisable today. Naturally, the gods were of their very nature represented as infinitely more impressive, flawless and remote than mortals, yet they remain graven in our image and after our likeness. In contrast to most peoples of the ancient world, when Athenians turned to representations of their gods, they would be confronted with something at least partly familiar. The expressions worn by the gods might suggest condescension or effortless superiority, but they were easily comprehensible.
In Calligas’ arresting images, the statues have acquired a new and almost disquieting gravity. Whereas one might expect the enveloping fabric to diminish their authority, banishing any hint of individuality and reducing them to abject bundles, the effect proves to be exactly the opposite: unrecognisable, the muffled shapes rear up imposingly, virtually demanding our respect. They might be priests, seers or even warriors, were it not obvious that these are deities.
The concept of veiled or covered deities can be found in many different cultures. The Aiseras or Dii Involuti of the Etruscans, the Shrouded Gods, governed the destinies of gods and men alike, much like, according to Bulfinch’s Mythology, “the inscrutable Necessity [Ananke] that filled the dark background of the old Greek religion”. Nor is the notion alien to the monotheistic religions. In a well-known passage, Martin Luther wrote, “Until now we have dealt only with the veiled God, for in this life we cannot deal with God face to face”, whilst according to a Sufi belief, the word “Allah” derives from “al-lâhu”, meaning that which is hidden or veiled. Shrouding, of course, serves two purposes: on the one hand it hides the deity from the unworthy eyes of sinful worshippers, but on the other, it can also blind. Triglav, the three-headed god of the ancient Slavs, was veiled in order to avoid seeing the sins of humanity.
Finally, it is worth mentioning the issues which this latest work raises in the context of the debate around positive and negative sculptural space. If an ancient statue, for example, occupies positive space, and a cast such as Rachel Whiteread’s Holocaust Monument in Vienna’s Judenplatz occupies negative space, where should we place Calligas’ shrouded gods? The statue’s positive space is now bounded and defined by the enveloping fabric, resulting effectively in an imprint or cast of the original. And in any case, what exactly are we dealing with here? Photographic images? Sculpture? Photographic images of sculpture? Photographic images which, having acquired a monumental quality, are laying claim to the status of sculpture? Such a claim is less unlikely today than it would have been even a decade ago; after all, Gilbert and George have been calling their large photographic compositions “two-dimensional sculpture” for some time now.
The statues were once in the museum, and are now again in the museum; whether the change is for the better, only time will tell. The Shrouded Gods, suspended in temporary limbo by Lizzie Calligas, maintain the cryptic silence proper to their nature.
From an essay in Lizzie Calligas: Metoikesis, Cube Art Editions, Athens 2010
Λίζη Καλλιγά, Μετοίκησις, 2010
- «Τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο.
Καληνύχτα».
Γιώργος Σεφέρης, Κίχλη
Οι μορφές που βλέπουμε στις φωτογραφίες της Λίζης Καλλιγά είναι αυστηρές, ιερατικές. Τα άλλοτε γνώριμα αγάλματα, τυλιγμένα εξ ολοκλήρου στο λευκό ύφασμα και έτοιμα για μετοίκιση από τον βράχο της Ακροπόλεως στην καινούργια τους κατοικία, φαντάζουν ξαφνικά απόμακρα και ξένα. Σαβανωμένα, τα αγάλματα αλλάζουν όχι μόνον όψη, αλλά και φύση. Χαρακτηριστικό της απεικόνισης των θεών της αρχαίας Ελλάδας ήταν η ουσιαστική ανθρωποποίηση των, ενσάρκωση που δεν εξαντλείτο σε μια γενικευμένη ανθρώπινη μορφή· είναι ουσιώδες το ότι οι γλύπτες δεν παρουσίαζαν τα έργα τους ανέκφραστα ή αποστασιοποιημένα, όπως τα αγάλματα των Αιγυπτίων, παρά τους έδιναν εκφράσεις ζωντανές, που μπορούμε ακόμα και σήμερα να διαβάσουμε και να κατανοήσουμε. Φυσικά, οι παραστάσεις των θεών τους ήθελαν εκ των ενόντων απείρως επιβλητικότερους, ομορφότερους και πιό απόκοσμους από τους θνητούς, δεν έπαυαν όμως να είναι φτιαγμένοι κατ’ εικόνα και ομοίωσή μας. Σε αντίθεση με τους περισσότερους αρχαίους λαούς, όταν οι Αθηναίοι κοίταζαν τα ομοιώματα των θεών τους, αντίκριζαν κάτι που ήταν, εν μέρει τουλάχιστον, οικείο. Μπορεί οι εκφράσεις των θεών να επέπνεαν ανωτερότητα ή να προκαλούσαν το δέος, τουλάχιστον όμως ήσαν άμεσα αναγνώσιμες και κατανοητές.
Στην αναπάντεχη εκδοχή που παρουσιάζει η Καλλιγά, τα αγάλματα έχουν αποκτήσει μια εντελώς καινούργια, σχεδόν ανησυχητική βαρύτητα. Ενώ θα περίμενε κανείς ότι το ύφασμα που τα κουκουλώνει θα τα αποδυνάμωνε, αφαιρώντας κάθε ίχνος ατομικότητας και μετατρέποντάς τα σε ταπεινούς, ανώνυμους μπόγους, συμβαίνει τελικά το αντίθετο: οι σαβανωμένες μορφές, αγνώριστες, ορθώνονται επιβλητικά, αξιώνοντας απαιτητικά σχεδόν τον σεβασμό μας. Θα μπορούσαν να είναι ιέρειες, μάντισσες, ακόμα και πολεμιστές, αν δεν ήταν τελικά προφανές ότι πρόκειται για θεότητες.
Η έννοια του συγκεκαλυμμένου θεού συναντάται σε πολλούς πολιτισμούς. Οι Aiseras ή Dii Involuti των Ετρούσκων, οι Σαβανωμένοι Θεοί, κυβερνούσαν θνητούς και θεούς κατά τον ίδιο τρόπο που, σύμφωνα με τη Μυθολογία του Bulfinch, «η αινιγματική Ανάγκη κρύβεται πίσω από τους πρωταγωνιστές της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας». Αλλά και στις μονοθεϊστικές θρησκείες εμφανίζεται η ίδια έννοια. Σε γνωστό του κείμενο, ο Λούθηρος γράφει, «Μέχρις σήμερα, αντικρίζαμε μονάχα τον καλυμμένο Θεό, γιατί σε τούτη τη ζωή δεν μπορούμε να αντικρίσουμε τον Θεό πρόσωπο με πρόσωπο», ενώ κατά μια δοξασία των Σούφι, η λέξη «Αλλάχ» προέρχεται από το al-Lâha, δηλαδή το κρυμμένο, το συγκεκαλυμμένο. Το σαβάνωμα, βέβαια, έχει διπλό αντικείμενο: αφενός κρύβει τη θεότητα από τα μάτια των πιστών, που λόγω των αμαρτιών τους δεν είναι άξιοι να την αντικρίσουν ακάλυπτη, αφετέρου όμως τυφλώνει. Ο Triglav, ο τρικέφαλος θεός των αρχαίων Σλάβων, ήταν σκεπασμένος με πέπλο για να μην βλέπει τα ανομήματα των ανθρώπων.
Αξίζει τέλος να μνημονευθούν ορισμένα ερωτήματα που εγείρουν τα έργα αυτά στο πλαίσιο της συζήτησης γύρω από τις έννοιες του «θετικού» και «αρνητικού» χώρου στη γλυπτική. Εάν ένα αρχαίο άγαλμα, λόγου χάριν, καταλαμβάνει θετικό χώρο, και ένα εκμαγείο σαν αυτά της Rachel Whiteread, όπως το Μνημείο του Ολοκαυτώματος στη Βιέννη, καταλαμβάνει αρνητικό χώρο, πού ακριβώς θα πρέπει να τοποθετήσουμε τις σαβανωμένες θεότητες της Καλλιγά; Ο θετικός χώρος του αγάλματος ορίζεται πλέον από το περιβάλλον ύφασμα, με αποτέλεσμα να βλέπουμε ουσιαστικά την αποτύπωση ή το εκμαγείο του πρωτοτύπου. Και εν πάση περιπτώσει, με τι έχουμε να κάνουμε εδώ; Πρόκειται για απλές φωτογραφίες; Για γλυπτά; Για φωτογραφίες γλυπτών; Για φωτογραφίες που, έχοντας αποκτήσει μνημειακό χαρακτήρα, διεκδικούν κάτι από την καλλιτεχνική υπόσταση της γλυπτικής; Να θυμηθούμε ότι οι Gilbert & George από καιρό χαρακτηρίζουν τις μεγάλες φωτογραφικές συνθέσεις τους «δισδιάστατη γλυπτική».
Τα αγάλματα ήσαν στο μουσείο, τα αγάλματα βρίσκονται και πάλι στο μουσείο· το κατά πόσον η αλλαγή αυτή είναι για το καλύτερο, ο καιρός θα δείξει. Οι σαβανωμένες θεότητες, στο μεταίχμιο όπου τις τοποθετεί η Λίζη Καλλιγά, τηρούν τη σιωπή που αρμόζει στο λειτούργημά τους.
Απόσπασμα δοκιμίου στον τόμο Λίζη Καλλιγά: Μετοίκησις, Εκδόσεις Τέχνης Κύβος, Αθήνα 2010